- λυκοδίωκτον
- λυκοδίωκτοςwolf-chasedmasc/fem acc sgλυκοδίωκτοςwolf-chasedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκοδίωκτος — λυκοδίωκτος, ον (Α) αυτός που κυνηγήθηκε, που καταδιώχθηκε από λύκο («λυκοδίωκτον ὡς δάμαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + δίωκτος (< διωκτός < διώκω), πρβλ. δημο δίωκτος, κυκλο δίωκτος] … Dictionary of Greek